- σαλμονέλ(λ)α
- η, Ν(μικρβλ.) ονομασία γένους αρνητικών κατά Γκραμ μικροβίων τής οικογένειας εντεροβακτηριίδες, τα οποία αποτελούν νοσογόνο παράγοντα τών σαλμονελ(λ)ώσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. salmonella, από το όν. τού Αμερικανού κτηνιάτρου Daniel E. Salmon].
Dictionary of Greek. 2013.